- ξανακάνω
- ξανάκανα, ξανακαμωμένος, κάνω κάτι πάλι, ξαναφτιάνω: Πρόσεξε να μην το ξανακάνεις.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ξανακάνω — και ξανακάμνω (Μ ξανακά[μ]νω) κάνω κάτι εκ νέου, επαναλαμβάνω, ξαναδημιουργώ νεοελλ. μεταβάλλω κάποιον ριζικά, φέρνω κάποιον σε κατάσταση εκτός εαυτού («ήτονε τόσα η μάνητα τού Κρητικού μεγάλη οπού τόν εξανάκαμε τής μάνητας η ζάλη...», Ερωτόκρ.) … Dictionary of Greek
ανακαινουργώ — ( έω) (Μ ἀνακαινουργῶ) [καινουργῶ] ξανακάνω κάτι καινούργιο, ανανεώνω, ανακαινίζω … Dictionary of Greek
αναπυρσεύω — (Α ἀναπυρσεύω) νεοελλ. επαναλαμβάνω νυχτερινό φωτεινό σήμα, ξανακάνω σινιάλο 1|| αρχ. δίνω ζωηρότητα, λάμψη σε κάποιο χρωματισμό, τον κάνω φωτεινότερο … Dictionary of Greek
αναχλιαίνω — (Α ἀναχλιαίνω) κάνω ή ξανακάνω κάτι χλιαρό, ζεσταίνω ή ξαναζεσταίνω ελαφρά … Dictionary of Greek
εξαναριθμώ — (Α ἐξαναριθμῶ, έω) νεοελλ. (για γεγονότα, ενδεχόμενα αποτελέσματα κ.λπ.) εκθέτω πάλι με τη σειρά, αναφέρω αρχ. 1. ξαναμετρώ, επαναλαμβάνω επιμελώς την αρίθμηση 2. ξαναλογαριάζω καλά, ξανακάνω ακριβώς τον λογαριασμό … Dictionary of Greek
επαναλαμβάνω — και επαναλαβαίνω (Α ἐπαναλαμβάνω, Μ και ἐπαναλαβαίνω) 1. λέω ή κάνω κάτι για μια ακόμη φορά («τό επανέλαβα τρεις φορές ώσπου να τό καταλάβει») 2. λέω ή κάνω αυτό που είπε ή έκανε κάποιος άλλος, ξαναλέω, ξανακάνω νεοελλ. διαβάζω πολλές φορές ένα… … Dictionary of Greek
επανερεύγομαι — ἐπανερεύγομαι (Α) ξανακάνω εμετό, ξερνώ πάλι. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + αν ερεύγομαι «κάνω εμετό»] … Dictionary of Greek
κάνω — και κάμνω (AM κάμνω, Μ και κάνω) κατασκευάζω, δημιουργώ, φτειάχνω (α. «δεν τήν έκανες καλά τη βιβλιοθήκη» β. «οὐδ ἄνδρες νηῶν ἔνι τέκτονες, οἵ κε κάμοιεν νῆας ἐϋσσέλμους», Ομ. Οδ.) νεοελλ. 1. επιχειρώ κάτι, προσπαθώ ή αρχίζω μια ενέργεια (α.… … Dictionary of Greek
μετακάνω — και ματακάνω (Μ μετακά[μ]νω και ματακά[μ]νω) 1. κάνω κάτι εκ νέου, ξανακάνω 2. (ειδικά) ξαναχτίζω μσν. μεταβάλλω εκ νέου … Dictionary of Greek
ξανανιώνω — και ξανανεώνω 1. κάνω πάλι κάποιον νέο ή κάνω κάποιον να νιώσει πάλι νέος, αναζωογονώ 2. ξανακάνω κάτι καινούργιο 3. επανέρχομαι στην πρώτη μου ακμή 4. γίνομαι ή αισθάνομαι πάλι νέος, ακμαίος, αναζωογονούμαι («αν άσπρισ , αν εγέρασα, για σέ θα… … Dictionary of Greek